πανοικία

πανοικία
πᾰνοικ-ία, ,
A whole household, LXX Ge.50.8, al.; elsewh. in dat. πανοικίᾳ, [dialect] Ion. -ίῃ, as Adv., with all the house, Hdt.7.39, 8.106, 9.109, Philem.50, Schwyzer344.18 (Delph., ii B. C.), BGU450.27 (ii/iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανοικία — πανοικίᾱ , πανοικία whole household fem nom/voc/acc dual πανοικίᾱ , πανοικία whole household fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικίᾳ — πανοικίᾱͅ , πανοικία whole household fem dat sg (attic doric aeolic) πανοικίᾳ indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικία — ἡ, Α 1. ολόκληρη η οικογένεια («πᾱσα ἡ πανοικία Ἰωσήφ, καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῡ», ΠΔ) 2. (συν. η δοτ. ως επίρρ.) πανοικίᾳ και ιων. τ. πανοικίῃ μαζί με όλη την οικογένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οικία] …   Dictionary of Greek

  • πανοικίαι — πανοικίᾱͅ , πανοικία whole household fem dat sg (attic doric aeolic) πανοικίᾳ , πανοικίᾳ indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικίας — πανοικίᾱς , πανοικία whole household fem acc pl πανοικίᾱς , πανοικία whole household fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικίαν — πανοικίᾱν , πανοικία whole household fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοικίῃ — πανοικία whole household fem dat sg (epic ionic) πανοικίᾳ ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”